Τα ψέματα στην Εγκληματολογία…
Τα αβλαβή ψέματα.
Το ψεύδος ή αλλιώς η εξαπάτηση ή κοροϊδία έχει τις ρίζες του από την αρχή της ανθρωπότητας. Συνήθως στο νου μας η λέξη εξαπάτηση παραπέμπει σε αρνητικά συναισθήματα. Μας εξαπατούν οι φίλοι, μας κοροϊδεύουν γνωστοί, συνάδελφοι στην εργασία μας ακόμα και οι πολιτικοί.
Βλέπουμε λοιπόν πως το ψέμα βρίσκεται σε κάθε στάδιο της ζωής μας και σε κάθε κοινωνική μας συναναστροφή. Έτσι καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως τελικά οι άνθρωποι δεν ανησυχούν τόσο για το ψέμα που λένε στην καθημερινή τους ζωή, ούτε και για το αν θα αποκαλυφθούν, καθώς είναι κομμάτι της ζωής τους. Ένα πολύ ωραίο ψέμα που λέμε σε καθημερινή βάση για παράδειγμα είναι η απάντηση στην ερώτηση «τί κάνεις». Όλοι μας είμαστε ή όχι καλά θα απαντήσουμε αυθόρμητα πως είμαστε καλά. Στην ουσία, τις περισσότερες φορές δεν είμαστε, οπότε εκείνη τη στιγμή αυθόρμητα απαντούμε με ψέμα. Σε καθημερινή βάση όπως βλέπουμε χρησιμοποιούμε αβλαβή ψέματα και όχι σκόπιμα και ο λόγος είναι ότι δε θέλουμε να μπούμε στη διαδικασία να δώσουμε εξηγήσεις για το λόγο που δεν είμαστε καλά.
Ας αφήσουμε όμως τα αβλαβή ψέματα κι ας πάμε σε μια άλλη κατηγορία.
Πολλές φορές συναντάμε ανθρώπους στη ζωή μας που για κάποιο λόγο δεν τους εμπιστευόμαστε κι ας τους γνωρίζουμε χρόνια. Αυτοί οι άνθρωποι συνήθως είναι ενθουσιώδεις και «ξεστομίζουν» άπειρα πράγματα κάθε φορά που συζητάμε μαζί τους. Αυτός τους ο ενθουσιασμός και η όρεξη που έχουν να «ανοίγονται» πολλές φορές παρεξηγούνται, καθώς η ζωή μας έχει διδάξει πως όσα λιγότερα λες τόσο πιο πολύ στα σοβαρά σε παίρνουν. Για κάποιο λόγο αυτό έχει γίνει κανόνας αν και δεν ισχύει πραγματικά. Υπάρχει και η κατηγορία ανθρώπων που φαίνεται να ψεύδεται ασύστολα χωρίς προφανή λόγο,
ε αυτοί λοιπόν είναι οι γνωστοί παθολογικοί ψεύτες που στις δέκα λέξεις που θα πουν οι επτά θα είναι ψέματα. Αυτοί θεωρούνται ακίνδυνοι ευτυχώς, ιδιαίτερα όταν τους γνωρίσεις καλύτερα.
Σύμφωνα με την αρχή της φιλαληθείας που ακολουθούν οι άνθρωποι, όλα τα σημαντικά πράγματα στη ζωή γίνονται δυνατά με βάση την εμπιστοσύνη και την ειλικρίνεια. Αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια, όμως τί πραγματικά συμβαίνει;
Ένας κόσμος δίχως ψέμματα.
Κατά τον Nyberg η ζωή χωρίς αυτοεξαπάτηση και ένας κόσμος απόλυτης ειλικρίνειας θα ήταν αβάσταχτη. Ο Nyberg θεωρεί το φαινόμενο φυσικό χαρακτηριστικό των ανθρώπων, καθώς και στην άγρια φύση αλλά και τον πολιτισμό η επιβίωση δεν ευνοεί τον πλήρως εκτεθειμένο εαυτό. Η αυτοεξαπάτηση λοιπόν είναι απαραίτητη λειτουργία για την πνευματική μας υγεία, κάτι σαν μηχανισμός άμυνας κατά του άγχους και της ανασφάλειας. Έτσι συνεχίζουμε να ζούμε ασφαλείς κατά κάποιο τρόπο καθώς είναι πολύτιμο εργαλείο για την ατομική μας σταθερότητα. Το ίδιο κατά τον Nyberg ισχύει και για την εξαπάτηση των γύρω μας γιατί και στις δυο περιπτώσεις μας βοηθάει να δούμε τις εναλλακτικές πρακτικές ανάμεσα στην αλήθεια και το απόλυτο ψέμα. Στο κομμάτι της πολιτικής η εξαπάτηση εξυπηρετεί κοινωνικούς και πολιτικούς σκοπούς όπως είναι η διπλωματία και η δυσαρέσκεια.
Φαίνονται κάπως «τραβηγμένα» όλα τα παραπάνω, όμως ας σκεφτούμε όλοι μας κάποια παραδείγματα και ίσως να συμφωνήσουμε με τις απόψεις του Nyberg τελικά.
Από φιλοσοφικής πλευράς η εξαπάτηση είναι ένα κεντρικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ζωής που παίζει σημαντικό ρόλο στην επιβίωση. Έτσι γυρίζουμε πάλι στα αβλαβή ψέματα που αναφέραμε πιο πάνω έχοντας ως παράδειγμα την ερώτηση «είμαι όμορφη;». Στην περίπτωση αυτή η απάντηση σπάνια θα είναι ειλικρινής, καθώς αν ισχύει το αντίθετο(δηλαδή εκείνη η οποία ρωτά να μην είναι όμορφη)δύσκολα ο άλλος θα μπει στη διαδικασία να προσβάλει και να δυσαρεστήσει κάποιον με την ειλικρίνειά του. Είναι αυτό που λένε «αντέχεις την αλήθεια;». Λέγοντας λοιπόν την αλήθεια ο πομπός μπορεί να ταπεινώσει ή να προσβάλει τον αποδέκτη και σίγουρα είναι κάτι που δεν επιθυμεί. Σε αντίθετη περίπτωση υπάρχουν και πομποί που θα απαντήσουν ειλικρινά, καθώς το βρίσκουν ευεργετικό, και επιθυμούν ο αποδέκτης να γνωρίζει την αλήθεια έτσι ώστε να αυτοβελτιωθεί.
Πάμε τώρα στα σοβαρά και επικίνδυνα ψέματα.
Σε μια υπόθεση εγκλήματος βασικό ρόλο παίζουν οι μαρτυρίες κάποιων ανθρώπων έτσι ώστε να κατανοηθεί ένα έγκλημα, να αναλυθεί ή να βρεθεί ο δράστης.
Σύμφωνα με την θεωρία της αντιστοιχίας, η αλήθεια είναι η συμφωνία της γνώσης με το αντικείμενο, η αντιστοιχεία μεταξύ αυτού που ισχυρίζεται κάποιος με αυτό που υπάρχει πραγματικά. Ένας μάρτυρας σε μια υπόθεση εγκλήματος έχει ή όχι λόγο να πει ψέματα δεν αποτελεί πλέον εγγύηση η μαρτυρία του.
Οι λόγοι που μια μαρτυρία δεν είναι αρκετή είναι οι παρακάτω.
1. Η συγκινησιακή κατάσταση του μάρτυρα, όπου μπορεί να είναι ο φόβος του, η οργή και διάφορες άλλες ψυχικές διαθέσεις του.
2. Η κατάσταση των αισθήσεών του, δηλαδή η ακοή του, η όραση κτλ.
3. Η μνήμη του, καθώς με την πάροδο του χρόνου παλαιότερες καταστάσεις απωθούνται από το υποσυνείδητο.
4. Η ελάττωση των παραστάσεων. Ο μάρτυρας και γενικότερα οι άνθρωποι έχουν τη τάση να περιορίζουν αναμνήσεις που έχουν σχέση με το χρόνο και την απόσταση.
5. Η απώθηση φυσικά των δυσάρεστων καταστάσεων. Είναι γνωστό πως το υποσυνείδητο απωθεί δυσάρεστες και επώδυνες καταστάσεις.
6. Η τροφοδότηση της μνήμης από νέα στοιχεία. Σε μια δίκη για παράδειγμα ακούγονται πολλά, έτσι στη μνήμη ενός μάρτυρα καταγράφονται νέα στοιχεία τα οποία αλλοιώνουν τα παλιά είτε ποσοτικά είτε ποιοτικά.
7. Η επανάληψη μιας κατάθεσης. Με τη μορφή επαναλήψεων αναθερμαίνεται το ήδη υπάρχον υλικό της μνήμης.
8. Οι παθολογικές καταστάσεις όπως η αμνησία ή η λήθη.
Οι παραπάνω λοιπόν περιπτώσεις είναι κάποιες από τους λόγους που μια μαρτυρία δε μπορεί να θεωρηθεί ως εγγύηση για μια υπόθεση και να αποτελεί πλέον την εξαίρεση του κανόνα που υπήρχε παλιότερα.
Υπάρχουν οι περιπτώσεις βέβαια που συνειδητά κάποιος μάρτυρας καταθέτει ψευδή μαρτυρία. Οι λόγοι για τους οποίους το κάνει αυτό είναι πολλοί μεταξύ των οποίων ο φόβος, η εκδίκηση, το πάθος, η αντιπάθεια ή η συμπάθεια αντίστοιχα προς τον κατηγορούμενο.
Ιδιαίτερες μπορούν να χαρακτηριστούν οι περιπτώσεις όπου οι μάρτυρες εξαναγκάζονται να ομολογήσουν εγκλήματα που δεν έχουν διαπράξει ή ακόμα χειρότερα περιπτώσεις που λόγω εξαναγκασμού και αφόρητης πίεσης να έχουν και οι ίδιοι πιστέψει πως τα έχουν διαπράξει όπως στην υπόθεση Δουρή που θα αναφερθούμε κάποια άλλη στιγμή. Μεγάλη βοήθεια για τις αρχές προσφέρει πλέον το DNA, καθώς έχει συμβάλει στην αποφυλάκιση πολλών κρατουμένων λόγω λανθασμένης καταδίκης. Δυστυχώς ένα πολύ μεγάλο ποσοστό κρατουμένων που ζητά διενέργεια DNA «πέφτει» σε αδιέξοδο, καθώς δεν μπορεί να υπάρξει διαθέσιμο γενετικό υλικό.
Πολλοί θα αναρωτηθούν, γιατί αθώοι να ομολογούν εγκλήματα που δεν έχουν διαπράξει; Ένας λόγος είναι ο παραπάνω που αναφέρθηκε, δηλαδή ο εξαναγκασμός από τρίτους. Από ψυχαναλυτικής άποψης οι άνθρωποι έχουν μια υποσυνείδητη παρόρμηση να ομολογούν ως αντίδραση μια παράβαση. Είναι για αυτούς ένα είδος κάθαρσης, καθώς η ομολογία τους είναι ένας τρόπος αντιμετώπισης συναισθημάτων ενοχής ή μετάνοιας. Έτσι φθάνουμε στο σημείο να κατηγοριοποιήσουμε τα είδη ψευδών ομολογιών σε εκούσια (για λόγους ανακούφισης από συναισθήματα ενοχής), σε εξαναγκαστικά, και σε εξαναγκαστικά εσωτερικευμένα(όπου πιστεύει και ο ίδιος ότι τα έχει διαπράξει, καθώς είναι παράγωγο της ανακριτικής διαδικασίας).
Ο McCann υποστηρίζει πως υπάρχει και ένα τέταρτο είδος ψευδών ομολογιών και είναι η εξαναγκαστική αντιδραστική ομολογία, όπου το άτομο πιέζεται από κάποιο συγγενικό ή φιλικό πρόσωπο και όχι νομικό, έτσι ώστε να ομολογήσει κάτι που δεν έκανε.
Περιπτώσεις που έχουν να κάνουν με ψευδής κατηγορίες και αποτελούν ένα σοβαρό πρόβλημα είναι όσες έχουν να κάνουν με τη γενετήσια ελευθερία. Θεωρούνται τόσο σοβαρές, καθώς είναι σε τέτοιο μεγάλο βαθμό που δύσκολα πια γίνονται πιστευτές και οι αληθείς κατηγορίες. Έτσι λοιπόν σε περιπτώσεις βιασμών ενηλίκων ή κατηγορίες παιδοφιλίας το μέγεθος των ψευδών κατηγοριών είναι μεγάλο. Για λόγους συνήθως εκδίκησης, ενήλικες γυναίκες δηλώνουν πως έχουν βιαστεί από τον σύντροφό τους ή από κάποιον άλλον. Το ίδιο και στις περιπτώσεις παιδιών όπου μητέρες για λόγους διαζυγίου ή επιμέλειας δηλώνουν μια τέτοια ψευδή ομολογία εναντίον του πατέρα.
Ολοκληρώνοντας θα πρέπει να αναφερθούν και οι περιπτώσεις που αφορούν ψυχικές διαταραχές όπως το Σύνδρομο Μινχάουζεν δι’αντιπροσώπου. Μητέρες που πάσχουν από ένα τέτοιο σύνδρομο κακοποιούν τα παιδιά τους είτε τα δηλητηριάζουν προκειμένου να τραβήξουν την προσοχή. Σε ένα διαζύγιο για παράδειγμα παρουσιάζουν το κακοποιημένο παιδί τους κατηγορώντας το σύζυγο κάτι που δεν ισχύει. Οι μητέρες αυτές φαίνεται να πάσχουν από οριακή διαταραχή προσωπικότητας και είναι ικανές να στρατολογούν τα παιδιά τους έτσι ώστε να είναι με το μέρος τους.
Σε κάθε περίπτωση αυτό που πρέπει να γίνεται σαφές είναι ότι υπάρχει δυνατότητα κατανόησης του φαινομένου από πλευράς ειδικών. Υπάρχει δυνατότητα ένας ειδικός να κατανοήσει τα βαθύτερα κίνητρα του υποτιθέμενου θύματος και με τα κατάλληλα μέσα και τις τεχνικές να διαπιστώσει αν υφίστανται τα όσα καταγγέλλει.
Ανίχνευση ψεύδους.
Για την ανίχνευση του ψεύδους υπάρχουν πολλές τεχνικές και εργαλεία όπου μπορούν να το εντοπίσουν. Η πραγματικότητα είναι πως όλες αυτές οι τεχνικές και κυρίως τα εργαλεία δε θεωρούνται πλέον έμπιστα, καθώς έχει αποδειχθεί ότι κάνουν λάθη ή μπορούν να «ξεγελαστούν». Τα εργαλεία είναι λίγο πολύ γνωστά σε όλους μας, όπως ο σφυγμογράφος και ο πνευμονογράφος. Ιδιαίτερη σημασία όμως έχουν κάποιες σύγχρονες προσεγγίσεις για την ανίχνευση ψεύδους κι αυτές είναι οι εκφράσεις του προσώπου, οι λεκτικές δηλώσεις, η στάση του σώματος, οι κινήσεις κ.ο.κ ενός ψεύτη.
Ξεκινώντας από τις χειρονομίες και τις συναισθηματικές εκφράσεις θα πρέπει να αναφέρουμε κάποια παραδείγματα έτσι ώστε να γίνουν πιο κατανοητές οι έννοιες.
«Το δώρο σου μου αρέσει πολύ!» αρέσει πραγματικά όμως το δώρο στο φίλο ή τη φίλη μας; Πώς θα μπορούσαμε να το ξέρουμε αυτό;
Η αλήθεια είναι ότι μπορούμε κατά προσέγγιση να γνωρίζουμε. Αν ο φίλος μου χαμογελά ταυτόχρονα με την έκπληξη τότε σίγουρα χάρηκε με το δώρο μας και δε ψεύδεται.
Όταν κάποιος προσποιείται ένα συναίσθημα η κίνηση του προσώπου του περιορίζεται γύρω από το στόμα. Το πρόσωπό του δε λάμπει και μένει ακίνητο.
Κάποιος ο οποίος ψεύδεται κουνάει χέρια και πόδια προς το σώμα του καταλαμβάνοντας έτσι όσο το δυνατόν λιγότερο χώρο.
Το βλέμα ενός ψεύτη θα κοιτάει πάντα αλλού αποφεύγοντας να έχει βλεμματική επαφή με τον συνομιλητή του. Τα χέρια του θα ακουμπούν συχνά το πρόσωπό του, τα μάτια και το λαιμό του, ενώ συνήθως θα ξύσει τη μύτη ή τα αυτιά του.
Ο ένοχος που ψεύδεται θα έχει αμυντική στάση απέναντι στον ανακριτή, αντιθέτως ο αθώος θα αντιδράσει.
Αυτός που ψεύδεται χρησιμοποιεί λιγότερες χειρονομίες και μιλά μονότονα. Δείχνουν νευρικοί και παραπονιούνται
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό τους είναι να απαντούν με λέξεις από την ερώτηση που τους κάνουν, όπως για παράδειγμα, «θέλεις να βγούμε απόψε;»
«ναι θέλω να βγούμε απόψε.»
Σχετικά τώρα με το γραπτό λόγο και εκεί μπορούν να εντοπιστούν τυχόν ένοχοι οι οποίοι ψεύδονται. Για παράδειγμα,
Οι ψεύτες χρησιμοποιούν στο γραπτό τους λόγο όσο το δυνατόν λιγότερες προσωπικές αντωνυμίες(διατηρώντας έτσι απόσταση).
Οι δηλώσεις τους δεν περιλαμβάνουν λέξεις που «κόβονται» με απόστροφο παρά γράφονται ολόκληρες. Οι δηλώσεις τους περιέχουν συνήθως αρνητικά συναισθήματα και δε χρησιμοποιούν λέξεις αποκλεισμού.
Συνοψίζοντας δε θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε στην ενσυναίσθηση. Η ενσυναίσθηση είναι η ικανότητα του ανθρώπου να υιοθετεί το ρόλο ενός άλλου και αφορά βασικά συναισθήματα όπως φόβο, θυμό, πόνο.
Γιατί η ενσυναίσθηση είναι σημαντική για την ανίχνευση του ψεύδους; Προφανώς γιατί το άτομο που τη διαθέτει μπορεί να ταυτιστεί με έναν αθώο ή έναν ένοχο και μπορεί με ακρίβεια να ανιχνεύσει την αλήθεια. Επιστημονικά αυτό το «χάρισμα» που μπορεί να διαθέτει ένας άνθρωπος έχει να κάνει με τους κατοπτρικούς του νευρώνες οι οποίοι παρέχουν μια αυτόματη προσομοίωση των προθέσεων και βοηθούν στη μεταδοτικότητα των συναισθημάτων βοηθώντας να νιώθουμε ο,τι νιώθει ο άλλος.
Αρθρογράφος: Ρεα Καλογερογιάννη