Υπόθεση Σκιαδόπουλος, το χρονικό ενός εγκλήματος.
Η γνωριμία.
Εκείνη γλυκιά, όμορφη και χαμογελαστή. Η Αμερικανίδα Τζούλι Μαρί Σκάλι ήταν μια γυναίκα που «άγγιζε» τους πάντες και μόνο με την παρουσία της. Ήταν γεμάτη όνειρα και αισιοδοξία. Μητέρα ενός μικρού κοριτσιού, σύζυγος ενός ευκατάστατου άνδρα. Στο παρελθόν υπήρξε μοντέλο, καθώς εκτός από προσιτός άνθρωπος ήταν και μια πανέμορφη γυναίκα.
Εκείνος ήταν μηχανικός του εμπορικού ναυτικού και εργάζονταν σε κρουαζιερόπλοιο. Το Νοέμβρη του 1997 ταξίδευε με το κρουαζιερόπλοιο στην Καραϊβική. Εκεί γνώρισε την Τζούλι.
Ο έρωτας τους αμοιβαίος και η επικοινωνία τους συνεχίστηκε για αρκετό καιρό. Εκείνη χώρισε και εκείνος φρόντισε να τη διεκδικήσει. Το καλοκαίρι του 1998 συγκατοίκησαν για μερικές εβδομάδες στο σπίτι της Τζούλι μαζί με την πεθερά. Οι αποφάσεις του Σκιαδόπουλου για το μέλλον των δυο τους πάρθηκαν σε σχετικά σύντομο χρόνο. Για την Τζούλι ο Σκιαδόπουλος ήταν ο άνδρας που θα την οδηγούσε στα σκαλιά της εκκλησίας για 3η φορά. Αμέσως μετά τη συγκατοίκησή τους αποφασίστηκε από κοινού η Τζούλι να έρθει μόνιμα στην Ελλάδα μαζί του. Παρά τη διαφορά ηλικία τους(η Τζούλι ήταν 10 χρόνια μεγαλύτερή του) εκείνη δε έπαψε λεπτό να θέλει να τον παντρευτεί και δε την εμπόδισε να τον ακολουθήσει «μέχρι τον θάνατο». Εκείνος έδειχνε φανερά το σφοδρό έρωτα που έτρεφε για εκείνη έμπρακτα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του έρωτά του για εκείνη ήταν ότι εγκατέλειψε το επάγγελμα που τόσο αγαπούσε για να γίνει οδηγός ταξί με σκοπό να είναι συνεχώς κοντά της.
Η Τζούλι φθάνει στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1998 και επιστρέφει ξανά στην Αμερική για κάποιες προετοιμασίες. Τον Δεκέμβρη του 1998 επιστρέφει στην Ελλάδα. Εκείνο ήταν και το διάστημα που προέκυψαν προβλήματα μεταξύ τους, κάτι που το παραδέχθηκε και ο ίδιος στην κατάθεσή του.
8 Ιανουαρίου 1999
Ο Σκιαδόπουλος έχει δείξει ήδη το αληθινό του πρόσωπο. Η ζήλεια του για εκείνη είναι παράφορη. Η Τζούλι φαίνεται να θέλει να τον εγκαταλείψει, ένας από τους λόγους είναι ότι της λείπει απίστευτα η κόρη της. Στη διαδρομή για την Αθήνα του αποκαλύπτει την επιθυμία της να τον εγκαταλείψει. Εκείνος φαίνεται να μη δέχεται την απόφασή της. Δεν είναι στα σχέδιά του να τον εγκαταλείψει. Εκείνος την αγαπά παράφορα τόσο που πιστεύει πως του ανήκει. Το συγκρουσιακό αυτό πεδίο κινητοποιεί αισθήματα οργής μέσα του. Ενδεχομένως η αγάπη του για εκείνη να μετατράπηκε στιγμιαία σε μίσος. Θόλωσε και ενέργησε σύμφωνα με τους δικούς του όρους και κανόνες. Εκείνη επέμενε στην απόφασή της και η ένταση μεταξύ τους είχε άλλη τροπή αυτή τη φορά ως αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή της η Τζούλι.
Ο Σκιαδόπουλος στραγγάλισε την Τζούλι στην άκρη του δρόμου πάνω στην εθνική οδό Καβάλας- Θεσσαλονίκης. Συνειδητοποιώντας την πράξη του και έχοντας γνώση των συνεπειών αυτής αποφάσισε να εξαφανίσει το πτώμα της άτυχης Τζούλι με τον πιο ειδεχθή τρόπο που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Επέστρεψε στην Καβάλα και προμηθεύτηκε ένα πριόνι, Έπειτα επέστρεψε στον τόπο του εγκλήματος και έκοψε με αυτό το κεφάλι της Τζούλι. Ο λόγος ήταν πως δεν χωρούσε στη βαλίτσα που τοποθέτησε το άψυχο σώμα της. Μετά από αυτό πέταξε το κεφάλι της σε σημείο που παραμένει άγνωστο έως και σήμερα, καθώς δε βρέθηκε ποτέ. Τη βαλίτσα την έριξε στη θάλασσα.
Για 18 μήνες ο Σκιαδόπουλος προσπαθούσε να κρύψει το έγκλημα. Πήγαινε σε εκπομπές αναζητήσεων ψάχνοντας την αρραβωνιαστικιά του. Το θέατρο που έπαιζε ήταν ικανό να του χαρίσει την ελευθερία του για πάντα, καθώς είχε γίνει πιστευτός από τους πάντες. Ακόμα και σε κανάλια στο κέντρο της Αθήνας παρακαλούσε για βοήθεια ώστε να βρεθεί η Τζούλι. Κατά διαστήματα όπως δήλωσε ο ίδιος έκανε απόπειρες αυτοκτονίας, χωρίς όμως να τα καταφέρει. Προσπάθησε με αεροβόλο, έκοψε τις φλέβες του αριστερού του χεριού και γενικότερα αυτοτραυματίζονταν, το ένστικτο της επιβίωσης όμως πάντα κυριαρχούσε. Παρά τη συμπάθεια που είχε αποκτήσει και τη συμπαράσταση του κόσμου, έφθασε η ημέρα της αποκάλυψης της αλήθειας. Η βαλίτσα βρέθηκε και μαζί με αυτήν το άψυχο σώμα της Τζούλι. Η αποκάλυψη της δολοφονίας συντάραξε την κοινή γνώμη και ο Σκιαδόπουλος οδηγήθηκε στη φυλακή.
Η τιμωρία του.
Ο Σκιαδόπουλος αντιμετώπισε ποινή φυλάκισης 23 χρόνων.
Έμεινε στη φυλακή 10 έτη.
Κατά την παραμονή του στη φυλακή και σύμφωνα με μαρτυρία συγκρατούμενού του ήταν απόμακρος και αντικοινωνικός ως χαρακτήρας. Δεν θέλησε ή δεν κατάφερε να κοινωνικοποιηθεί και να αποκτήσει φίλους εκεί μέσα. Εντύπωση για τους συγκρατούμενούς του έκανε το ψυχρό και παγερό του βλέμμα. Τα μάτια του θύμιζαν κάτι απόκοσμο και τρομαχτικό. Λόγω του προτέρου έντιμου βίου του, την καλή του διαγωγή, αλλά και την αφοσίωσή του στα θεία υπήρξαν ελαφρυντικά που βοήθησαν να εκτίσει μόνο μια δεκαετία και έπειτα να αποφυλακιστεί. Ιερείς τον στήριξαν και βοήθησαν να «σπάσουν» τα ισόβια και να αφεθεί ελεύθερος. Σήμερα ζει και εργάζεται σε επαρχιακή πόλη της Ελλάδας, χωρίς να έχει δείξει σημάδια κάποιας παραβατικής συμπεριφοράς.
Μια ψυχολογική προσέγγιση.
Ο φόνος σε κάθε του μορφή θεωρείται ως μια αποκλίνουσα πράξη και ύστατη προσβολή της ανθρώπινης ζωής. Το έγκλημα με πρόθεση θεωρείται ως το σοβαρότερο αδίκημα του νόμου, καθώς σχετίζεται με την προσβολή κατά προσώπου. Κάποτε η ποινή που ορίζονταν ήταν η θανατική , αλλά με την κατάργηση του νόμου 2172/1993 αυτό άλλαξε και η ποινή που ορίζεται πλέον είναι η ισόβια κάθειρξη. Η σκιαγράφηση ή αλλιώς ψυχολογική αυτοψία στηρίζεται σε κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά μιας πράξης έτσι ώστε να μπορεί να παρέχει αργότερα στοιχεία για τη διερεύνηση ενός εγκλήματος ή πληροφορίες για τον δράστη. Τα στοιχεία της εγκληματικής συμπεριφοράς ενός δράστη μεταβάλλονται με το χρόνο ή παραμένουν σταθερά. Στην περίπτωσή μας ο δράστης αποκαλύφθηκε 18 μήνες μετά την πράξη του. Αυτό που έμενε ήταν να κατανοηθεί το γιατί και να αξιολογηθεί η ψυχολογική κατάσταση του δράστη.
Υπάρχουν δυο είδη δόλου στις περιπτώσεις των ανθρωποκτόνων δραστών, ο προμελετημένος και ο απρομελέτητος.
Στον προμελετημένο δόλο ο δράστης λειτουργεί με απόλυτη ψυχική ηρεμία κατά την απόφασή της πράξεώς του ή και κατά τη διάρκεια αυτής.
Στην περίπτωση του Σκιαδόπουλου παρατηρείται πως ο δράστης λειτούργησε σε βρασμό ψυχικής ορμής, καθώς κατά την κατάθεσή του διαπληκτίστηκε έντονα με τη σύντροφό του, και θύμα του, λίγο πριν της αφαιρέσει τη ζωή. Οι δράστες ανθρωποκτονιών από «πάθος» ή «ζήλειας» σκοτώνουν συνήθως λόγω της μη εκπλήρωσης της επιθυμίας τους να αποκτήσουν τον απόλυτο έλεγχο της συντρόφου τους. Ο δράστης του αποτρόπαιου αυτού εγκλήματος κατάφερε να αποδείξει ότι συνέβη χωρίς να το έχει σχεδιάσει. Εδώ φθάνουμε στο σημείο να δικαιολογήσουμε σε ένα βαθμό τον θύτη. Πέφτουμε στην παγίδα να του δώσουμε ελαφρυντικά και η σκέψη μας γυρνά γύρω από περιστατικά που ίσως έχουμε βιώσει όλοι μας. Οι άνθρωποι μαλώνουν μεταξύ τους συχνά και έντονα, όμως δε φθάνουν όλοι στο έγκλημα. Τί ήταν εκείνο το οποίο πυροδότησε τον Σκιαδόπουλο έτσι ώστε να χάσει τον έλεγχο; Αυτό ούτε και ο ίδιος το γνωρίζει. Ένα τέτοιο ψυχωσικό περιστατικό σίγουρα δεν αποτελούσε την αρχή της συμφοράς, καθώς πιθανότατα να είχε προηγηθεί στο παρελθόν κάτι αναλογο αλλά σε μικρότερο βαθμό. Η ιδιαίτερη σκληρότητα που έδειξε έπειτα από το έγκλημα δείχνει άτομο που δεν ήθελε να αποκαλυφθεί η αλήθεια. Ίσως μέσα του να μην ήθελε να το αποδεχθεί και ο ίδιος για αυτό και προσπάθησε να «θάψει» την αλήθεια, άλλωστε οι δράστες εγκλημάτων από «πάθος» δεν ενδιαφέρονται για τις συνέπειες. Ο Σκιαδόπουλος δεν προσπάθησε ποτέ να εκλογικεύσει την πράξη του παρά μόνο να τη «σβήσει» από τη μνήμη του.
Γνώριζε τις συνέπειες, όμως αυτό δε φαίνεται να ήταν ο λόγος της προσπάθειας συγκάλυψης της πράξης του και αυτό ίσως το αποδεικνύουν και οι πολλαπλές προσπάθειες του να αυτοκτονήσει.
Κατά τον ψυχίατρο Esquirol, η αυτοκτονία είναι αποτέλεσμα ψυχικής διαταραχής. Ίσως και να ισχύει κάτι τέτοιο. Κάποιος που προσπαθεί επανειλλημένα να πεθάνει λίγο τον νοιάζει η φυλακή. Η αυτοκτονία θεωρείται αποκλίνουσα συμπεριφορά γιατί το άτομο που την επιδιώκει προσβάλλει μια θεμελιώδη αξία της κοινωνίας μας που είναι ο σεβασμός προς την ανθρώπινη ζωή. Ο Durkheim έχει ταξινομήσει την αυτοκτονία σε τρείς κατηγορίες, την εγωιστική, την αλτρουιστική και την ανομική. Στην περίπτωση του δράστη μας φαίνεται η προσπάθειά του να αυτοκτονήσει να γίνεται λόγω του ότι αδυνατεί πλέον να ανταπεξέλθει στις νέες συνθήκες της ζωής του. Χάνει από τα ίδια του τα χέρια τον άνθρωπο που λάτρευε παθολογικά, προσπαθεί να ξεχάσει, καθώς μετανιώνει για τη συμπεριφορά του αυτή, και δε θέλει να αποδεχθεί την αλήθεια.
Σε τέτοιες περιπτώσεις η ποινή που επιβάλλεται είναι ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης σύμφωνα με το άρθρο 299 του Ποινικού Κώδικα. Αυτό που κάνει ιδιαίτερη την υπόθεση Σκιαδόπουλου όμως είναι η πράξη του μετά το στραγγαλισμό. Ο τεμαχισμός του ανθρώπινου σώματος. Φαίνεται η οργή του να είχε διάρκεια. Οργισμένος με τον ίδιο του τον εαυτό που έφθασε σε σημείο να σκοτώσει ο,τι αγαπούσε και να στερηθεί ο,τι του ανήκε.
Η ψυχραιμία του μετά, όταν ο Σκιαδόπουλος κατάφερε για ενάμιση χρόνο να ξεγελάει τις αρχές. Η επιμονή του να διαγράψει από τη μνήμη του ο,τι συνέβη εκείνο το βράδυ ίσως ήταν η δύναμή του να αποκρύπτει τόσο πετυχημένα το έγκλημά του. Όταν κάτι το πιστεύεις βαθιά μπορείς με μεγάλη ευκολία να το μεταδόσεις και στους γύρω σου.
Το παράδοξο σε αυτή την υπόθεση είναι η στήριξη ιερωμένων στο πρόσωπο του. Η στροφή του προς τα θεία ήταν ίσως ο λόγος, καθώς επίσης και η μεταμέλεια του, οι προσπάθειες του όμως να αυτοκτονήσει βρίσκουν αντίθετη την εκκλησία. Ο αυτόχειρας τιμωρείται, μα η εκκλησία πάντα συγχωρεί…
Αρθρογράφος Ρεα Καλογερογιάννη