Γυναικεία εγκληματικότητα – Γυναίκες θύτες σε εγκλήματα, part 1

Μέρος 1ο.

Υπόθεση Κολιτσοπούλου

Ο 27χρονος Γιάννης Σγουρίδης στις 6 Νοεμβρίου 1982 δολοφονεί τον αστυφύλακα Χρήστο Κολιτσόπουλο μπροστά στο σπίτι του. Ο δράστης στήνοντας ενέδρα στο θύμα του το δολοφονεί με μαχαίρι μπροστά στα μάτια του 4χρονου γιού του που κρατούσε εκείνη την ώρα αγκαλιά. Ο Σγουρίδης διατηρούσε σχέση με τη σύζυγο του Κολιτσόπουλου, Κάτια Κολιτσοπούλου και οδηγημένος από το πάθος του προχώρησε σε αυτή την αποτρόπαια πράξη. Η Κάτια ανέβηκε στο σπίτι λίγο αργότερα, καθώς εκείνη καθυστέρησε πηγαίνοντας σε πρακτορείο προ-πο.

Η Κάτια ήταν, κατά την μαρτυρία του Σγουρίδη, εκείνη η οποία οργάνωσε το έγκλημα. Κατά τα λεγόμενά του διατηρούσε μαζί της σχέση τον τελευταίο καιρό κι εκείνη αποτελούσε την πέτρα του σκανδάλου. Η Κάτια παραδέχθηκε στις αρχές την σχέση της μαζί του, καθώς όπως υποστήριξε τα τελευταία δυο χρόνια ζούσε με τον σύζυγό της συμβατικά και «συγκατοικούσαν» λόγω του γιού τους. Στις κατηγορίες του Σγουρίδη που την ήθελε συνεργό αλλά και εμπνευστή της δολοφονίας του ανδρός της, εκείνη υποστήριξε πως δεν είχε καμία σχέση. Συγκεκριμένα αρνήθηκε τις κατηγορίες που την βάραιναν ως ηθικό αυτουργό λέγοντας πως «ποια μάνα θα έστελνε το παιδί της ως μάρτυρα στο φόνο του ίδιου του πατέρα του;»

Η Κάτια δήλωσε πως ποτέ δεν συζήτησε την πιθανότητα δολοφονίας του συζύγου της μαζί του και πως είχε πλήρη άγνοια. Οι αρχές δεν πίστεψαν την ομολογία της, μάλιστα η σκόπιμη παρουσία του παιδιού ως μάρτυρα του εγκλήματος του πατέρα του θεωρήθηκε ως απόδειξη σκληρότητας από μέρους της και όχι αθωότητας.

Συνέχισε να αρνείται επίμονη κάθε συμμετοχή στη δολοφονία τόσο που πολλές φορές οι εναντίον της εκδηλώσεις έθεσαν σε κίνδυνο την ακαιρεότητά της, καθώς την φόβισαν και την οδήγησαν σε αμυντική και σιωπηλή στάση.

Στην δίκη τον Μάρτιο του 1984 καταδικάστηκαν και οι δυο σε ισόβια κάθειρξη, ως φυσικός και ηθικός αυτουργός. Η ίδια ποινή επιβλήθηκε ξανά ομόφωνα και στη δίκη σε δεύτερο βαθμό. Επεισόδια δεν επέτρεψαν να συνεχιστεί η δίκη καθώς συγγενείς και συνάδελφοι του θύματος άσκησαν βία κατά τη μεταγωγή της από την φυλακή στο δικαστήριο. Η Κάτια δεν ήταν μόνη στο πλευρό της στάθηκαν φεμινιστικές οργανώσεις που θεώρησαν τη συμπεριφορά του κόσμου απέναντί της ως απόδειξη των διακρίσεων εις βάρος των γυναικών. 

Η δίκη συνεχίστηκε τον Νοέμβριο του 1986 σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα των γυναικείων φυλακών με έντονη παρουσία αστυνομικών δυνάμεων για λόγους ασφαλείας. Το 1999 αποφυλακίστηκαν και οι δυο λόγω καλής διαγωγής.

Υπόθεση δολοφονίας και τεμαχισμού του Δ.Αθανασόπουλου

4 Ιανουαρίου του 1931, στη συμβολή της οδού Θησέως και Αγίων Πάντα διαπράττονταν ένας βιασμός. Ο Δημήτρης Αθανασόπουλος βίαζε τη σύζυγό του Φούλα. Ο εργολάβος και οικονομικά ισχυρός Αθανασόπουλος είχε αγανακτήσει με τη συμπεριφορά της συζύγου του που του αρνιόταν ο,τι άλλες γυναίκες του έδιναν πρόθυμα. Η Φούλα ήταν μια 25χρονη πανέμορφη γυναίκα που δυστυχώς η 45χρονη μητέρα της Άρτεμη Κάστρου, δεν δίστασε να την παντρέψει με τον εραστή της! Η Άρτεμη διατηρούσε με τον Αθανασόπουλο σχέση ακόμα και μετά τον γάμο της κόρης της μαζί του.

Εκείνο το βράδυ ο Αθανασόπουλος κακοποίησε φρικτά τη σύζυγό του λίγο πριν τη βιάσει. Εκείνη κατάφερε να ειδοποιήσει την μητέρα της και η Άρτεμη στη συνέχεια αποφάσισε την δολοφονία του γαμπρού και εραστή της. Χωρίς να πει στην κόρης τι ακριβώς σχεδίαζε προχώρησε με τη συμμετοχή του ανηψιού της Δημήτρη Μοσκιό στην εκτέλεση του γαμπρού της. Ο Μοσκιός ήταν διανοητικά ασταθής και ερωτευμένος με την Φούλα, κάτι το οποίο τον έκανε ακόμη περισσότερο ευάλωτο στα χέρια της θείας του. Η Άρτεμη πιθανότατα χρησιμοποίησε ως «όπλο» για να τον πείσει τον έρωτα που έκρυβε εκείνος για την Φούλα, και πως αν «έβγαζε» από την μέση τον Αθανασόπουλο, η Φούλα θα ήταν διαθέσιμη για εκείνον. Λίγο πριν το έγκλημα φρόντισε να τον μεθύσει.

Μια ημέρα μετά, στις 5 Ιανουαρίου, καθώς ο Αθανασόπουλος κοιμάται, ο Μόσκιος τον πυροβολεί θανάσιμα. Η Φούλα παρακολουθεί χωρίς όμως να συμμετέχει αλλά ούτε και να κάνει κάτι ώστε να εμποδίσει το έγκλημα. Στο έγκλημα συμμετείχε και η υπηρέτρια του σπιτιού Γιαννούλα Μπέλλου η οποία μαζί με την Άρτεμη βάζουν φωτιά στο πτώμα του Αθανασόπουλου. Η έντονη μυρωδιά και οι καπνοί τις αναγκάζουν να σταματήσουν και να αποφασίσουν να τεμαχίσουν το πτώμα του.

Το πτώμα τεμαχίζεται και γίνεται πολλά πακέτα τα οποία παραδίδονται στον επίσης θαυμαστή της Φούλας Σπύρο Μαγουλόπουλο, έτσι ώστε να το ξεφορτωθεί. Εκείνος το ξεφορτώνεται δίνοντάς το στον Γιώργο Κορναράκη ο οποίος με εντολή του Μαγουλόπουλου το πετάει στον Ιλισσό.

Δυστυχώς για εκείνους τα πακέτα γίνονται ορατά από διερχόμενο διαβάτη και εκείνος ειδοποιεί τις αρχές. Η αποκάλυψη του εγκλήματος γίνεται και οι ένοχοι σύντομα οδηγούνται στις αρχές.

Το έγκλημα γνωστό ως «Έγκλημα στη Χαροκόπου» συγκλόνισε την κοινή γνώμη και έγινε γνωστό μέχρι και στο εξωτερικό. Ξένοι ανταποκριτές παρακολούθησαν τη δίκη και κατέγραψαν τα γεγονότα.

Οι ένοχοι καταδικάστηκαν με βαριές ποινές. Η Άρτεμις Κάστρου καταδικάστηκε ως θάνατον όπως και η κόρης της Φούλα. Η Γιαννούλα Μπέλου καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, ο Δημήτρης Μοσκιός σε κάθειρξη 20 ετών και ο Σπύρος Μαγουλόπουλος σε 18 μήνες. Ο Κορναράκης αθωώθηκε. Λίγο αργότερα μητέρα και κόρη αποφυλακίζονται και η Φούλα παντρεύεται ξανά ένα συνταγματάρχη, τον Αγαπητό Κομήτη. Υπήρξε υποδειγματική σύζυγος μέχρι τον θάνατό της το 1971.

Υπόθεση Κατερίνας Κοντού

Στις 24 Απριλίου του 1979 υπήρξε μεγάλη κινητοποίηση από της αρχές στο χώρο ενός χοιροστασίου στο Κάτω Χαρβάτι Παλλήνης. Οι αρχές υποψιάζονταν πως κάπου εκεί κρύβονταν ο επί ένα μήνα εξαφανισμένος Χρήστος Κοντός. Ο 37χρονος Χρήστος Κοντός ήταν παντρεμένος με την 26χρονη Κατερίνα. Ήταν πατέρας τριών παιδιών. Οι συγγενείς του υποψιάζονταν πως το μυστικό της εξαφάνισής του βρίσκονταν σε εκείνη την περιοχή και πως ο άνθρωπός του είχε δολοφονηθεί. Οι μόνες αποδείξεις και στοιχεία που είχαν οι αρχές ήταν λίγες κηλίδες αίματος στη σκάλα του σπιτιού που διέμενε η οικογένεια. Η σκάλα βρίσκονταν πάνω από την αποθήκη ζωοτροφών του χοιροστασίου της οικογένειας, οπότε το αίμα δεν ήταν βέβαιο πως ανήκε στο θύμα ή σε κάποιο ζώο.

Οι έρευνες στους βόθρους του χοιροστασίου τελικά έφεραν αποτέλεσμα. Στον έναν από τους δυο εντοπίστηκε κόκαλο που έμοιαζε να είναι κομμάτι από ανθρώπινο μηρό. Το εύρημα στάλθηκε στην ιατροδικαστική υπηρεσία και οι αρχές έσπευσαν στο διαμέρισμα της οδού Εκαταίου όπου διέμενε η Κοντού μαζί με τα παιδιά της.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Κοντού καλούταν για ανάκριση, και αυτό που εξέφρασε ήταν η απορία της για το λόγο που την καλούσαν ξανά. Ο άνδρας της όπως είχε καταθέσει αρχικά, την είχε παρατήσει μόνη με τρία παιδιά. Την ημέρα που την εγκατέλειψε τον είχε δει να φεύγει με δυο άγνωστους άνδρες, δυο «χασικλήδες και αγριάνθρωπους» όπως χαρακτηριστικά δήλωσε στις αρχές.

Λίγο αργότερα, την ίδια ημέρα της ανάκρισης της, η Κοντού αναγκάστηκε να ομολογήσει το έγκλημα της. Η απάντηση από την ιατροδικαστική υπηρεσία ήταν πως όντως το κόκαλο που βρέθηκε ανήκε σε άνθρωπο και όχι κάποιο ζώο.  Στην έρευνα που συνεχίστηκε βρέθηκε σακούλα με ματωμένα ρούχα που αναγνωρίστηκαν πως ανήκαν στον Κοντό.

Η Κοντού ομολόγησε την αποτρόπαια πράξη της. Στην προσπάθεια της να εξαφανίσει το πτώμα του έβαλε φωτιά. 

«Στάχτη έπρεπε να γίνει, στάχτη τον έκανα.», δήλωσε.

Την επόμενη ημέρα της ομολογίας της, η Κοντού μεταφέρθηκε στο χοιροστάσιο προκειμένου να γίνει αναπαράσταση του εγκλήματός της. Συγγενείς και τα αδέλφια του Κοντού προσπάθησαν να την λυντσάρουν. 

«Σκοτώστε την πόρνη!» φώναζαν.

Σύμφωνα με την αναπαράσταση και την ομολογία της το περιστατικό συνέβη την Δευτέρα 25 Μαρτίου, όταν ο άνδρας της επέστρεψε στο σπίτι μεθυσμένος και της ζήτησε να κατέβει στο κελάρι να του φέρει κι άλλο κρασί. Όταν εκείνη αρνήθηκε, εκείνος την χτύπησε με έναν βούρδουλα. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας πήγαν μαζί να ταϊσουν τα ζώα. Εκείνος κατά τις 7.30 αποφάσισε να πάει στην ταβέρνα της περιοχής να πιει πάλι. Εκείνη προσπάθησε να τον αποτρέψει, και αυτός την χτύπησε με γροθιά και την απείλησε με μαχαίρι πως θα την σκότωνε. Η Κατερίνα άρπαξε τότε έναν σωλήνα 65 εκατοστών και τον χτύπησε δυο φορές, την ώρα που εκείνος απομακρύνονταν. Ζαλισμένος από το χτύπημα έπεσε στη σκάλα και κατέληξε στο ισόγειο. Η Κατερίνα τότε τον χτύπησε άλλες τέσσερις φορές.

«Τον χτυπούσα μέχρι να ξεψυχήσει.» δήλωσε.

Του πέρασε ένα σχοινί και τον μετέφερε. Του έριξε βενζίνη για να εξαφανίσει το πτώμα του. Έπειτα από λίγο η φωτιά έσβησε. Εκείνη έριξε πάνω στο πτώμα ξύλα και βενζίνη μέχρι που κάηκε. Ο,τι απέμεινε από το πτώμα του το έβαλε σε σακούλα και το πέταξε στον βόθρο. Το αίμα το μάζεψε με σεντόνια και πετσέτες, τα οποία τα πέταξε και αυτά (μαζί με τα ρούχα του θύματος) μέσα στο βόθρο.

«Νιώθω στενοχώρια που σκότωσα τον άνδρα μου, δεν είμαι φόνισσα. Μαζί του κάθε μέρα ήταν για μένα δυστυχία, καθώς με σκότωνε καθημερινά.» δήλωσε.

«Δεν φταίω εγώ…»

Πηγή:1. eglima.wordpress.com/2021/09/12, 2.eglima.blogspot.gr/2021/09/12

     

      

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to top
Close
Browse Tags