Ο Χασάπης του Whitechapel: το διασημότερο ανεξιχνίαστο έγκλημα στον Δυτικό Κόσμο.

Η συγγραφή και η αρθρογραφία πάνω σε άλυτα εγκλήματα αποτελεί μια ανορθόδοξη διαδικασία. Η κλασική μορφή εξιστόρησης ενός φόνου ή μια εξαφάνισης αρχίζει με την παρουσίαση ενός μυστηρίου και καταλήγει στην λύση του. Ο αναγνώστης με αυτό τον τρόπο λαμβάνει την κάθαρση. Οι ανεξιχνίαστες υποθέσεις έχουν την εκπληκτική ικανότητα να τραβάνε το ενδιαφέρον του κοινού χωρίς να προσφέρουν απάντηση στο κεντρικό ερώτημα. Ποιος το έκανε;

Ο δράστης καταφέρνει- είτε από καθαρή τύχη, είτε από λάθος των αρχών- να μην αποκαλυφθεί. Το γεγονός αυτό δημιουργεί ένα αίνιγμα που μόνο στα αστυνομικά μυθιστορήματα συναντούμε. Έτσι, τα εγκλήματα του τρομοκρατούν τους κατοίκους των περιοχών που διαπράττονται και γίνονται πρώτη είδηση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Από εκεί και πέρα, η εγκληματολογική έρευνα δίνει την θέση της σε θεωρίες συνομωσίας, σε ανυπόστατες πληροφορίες και fake news– που ο καθένας μπορεί να βρει και να αναπαράγει στο διαδίκτυο. Ο δολοφόνος δεν είναι πλέον άνθρωπος, αλλά αποδίδοντας του υπερφυσικές σχεδόν ικανότητες να σκοτώνει και να διαφεύγει της σύλληψης. Η αστείρευτη φαντασία του κοινού, πασπαλισμένη με προκατάληψη και παραπληροφόρηση, δημιουργεί ένα τέρας με ανθρώπινα χαρακτηριστικά και ψυχοσύνθεση άγριου θηρίου.

Οι δολοφονίες κάποια στιγμή τελειώνουν– κανένας αναλυτής ή εγκληματολόγος δεν ξέρει ακόμα με σιγουριά τον λόγο που συμβαίνει αυτό- και η υπόθεση μπαίνει στο αρχείο. Ο δράστης δε αναπαύεται στις δάφνες του, γνωρίζοντας ότι κατάφερε να ξεφύγει και ότι πλέον η δράση του περνάει στην σφαίρα του θυμικού. Γίνεται ένας αστικός μύθος.

Η ποπ κουλτούρα μας αγαπάει ιδιαίτερα αυτούς τους αστικούς μύθους. Έχουν γραφτεί άπειρα μυθιστορήματα, σενάρια και κόμιξ πάνω σε τέτοιες υποθέσεις. Και ο προπάτορας όλων αυτών είναι και ο διασημότερος κατά συρροή δολοφόνος στην ιστορία της εγκληματολογίας. Ένας άνθρωπος που δεν γνωρίζουμε την ταυτότητα του, που έγινε ο φόβος και ο τρόμος του ανατολικού Λονδίνου της βικτωριανής Αγγλίας. Ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης δεν ήταν ο παραγωγικότερος κατά συρροή δολοφόνος (καθώς σκότωσε πέντε γυναίκες, ενώ λιγότερο γνωστοί δολοφόνοι έχουν δεκάδες θύματα), αλλά, λόγο του πανικού που είχε προκαλέσει και το γεγονός ότι δεν μάθαμε ποτέ την ταυτότητα του, η σκέψη του και μόνο μας προκαλεί ανατριχίλα.

Σκηνή από ταινία. Ο ηθοποιός είναι ντυμένος με την “στολή” του Αντεροβγάλτη.

Τα εγκλήματα του Τζακ του Αντεροβγάλτη.

Όλα ξεκίνησαν στα τέλη του καλοκαιριού, 31 Αυγούστου 1888, όταν το πτώμα της Mary Ann Nichols, γνωστή ως Polly, βρέθηκε στο Buck’s Row, ένα σκοτεινό σοκάκι σε γειτονιά της εργατικής τάξης. Η 43χρονη γυναίκα- η οποία εξαναγκάστηκε σε πορνεία από τη φτώχεια- στραγγαλίστηκε από έναν άγνωστο άνδρα, στη συνέχεια της έκοψε το λαιμό, άνοιξε την κοιλιά της και έσκισε τα γεννητικά της όργανα.

Μια εβδομάδα αργότερα, στις 8 Σεπτεμβρίου, σε μια αυλή στη γειτονιά του Spitalfields, ανακαλύφθηκε το σώμα άψυχο της Annie Chapman . Είχε δολοφονηθεί με τον ίδιο τρόπο. Επιπλέον, ο κόλπος, η μήτρα και η ουροδόχος κύστη αφαιρέθηκαν από τον δολοφόνο.

 

Τα πέντε θύματα του Τζακ του Αντεροβγάλτη ( Canonical Five)

Στα τέλη Σεπτεμβρίου, εντοπίστηκαν άλλα δύο θύματα- επίσης περιστασιακές ιερόδουλες- η Elizabeth Stride και η Catherine Eddowes. Η τελευταία ακρωτηριάστηκε φρικτά: τα όργανα είχαν αφαιρεθεί από το ανοιχτό στομάχι και εναποτέθηκαν κοντά στο σημαδεμένο πρόσωπο. Ο δολοφόνος είχε πάρει μαζί του ένα από τα νεφρά της άτυχης γυναίκας.

Στις 9 Νοεμβρίου, μετά από περισσότερο από ένα μήνα σιωπής, ο δολοφόνος ξαναχτυπά. Στο Miller’s Court, η αστυνομία ανακαλύπτει το πτώμα της Mary Jane Kelly, επίσης πόρνης, αλλά πολύ νεότερη από τις άλλες. Ήταν μόλις 23 ετών. Πάνω απ ‘όλα, είναι το μόνο από τα θύματα του Αντεροβγάλτη που δολοφονήθηκε μέσα σε τέσσερις τοίχους, γεγονός που έδωσε στον δολοφόνο άφθονο χρόνο για να ολοκληρώσει τον ακρωτηριασμό της. Η έκθεση νεκροψίας, γραμμένη από τον ιατροδικαστή Thomas Bond, ήταν τρομακτική.

Ο δολοφόνος είχε κόψει το πρόσωπο της μέχρι το κόκκαλο, έκοψε τα στήθη της, απόκοψε μέρος του μηρού της, άνοιξε την κοιλιά της και σκόρπισε τα όργανα σε όλο το δωμάτιο.

 

Αλλά ο Bond δεν εξετάζει μόνο το πτώμα, σκιαγραφεί την προσωπικότητα του «δολοφόνου του Whitechapel», παρέχοντας την πρώτη ψυχολογική και σεξουαλική απεικόνιση του δολοφόνου. Γιατί είναι σίγουρος ότι ο ίδιος άνθρωπος ευθύνεται για τα πέντε εγκλήματα: το ίδιο modus operandi, παρόμοιοι ακρωτηριασμούς, παρόμοια θύματα, ίδια περιοχή.

Ποιο μπορεί όμως να ήταν το προφίλ του δράστη;

 

 

 

 

 

 

Σκιαγραφώντας τον δολοφόνο χωρίς πρόσωπο.

Μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε. Δεν θα ξέρουμε ποτέ με σιγουριά τον χαρακτήρα και την ψυχοσύνθεση του Χασάπη του Whitechapel. Παρόλα αυτά, έχουν γίνει πάρα πολλές αναλύσεις για το προφίλ του. Ο John Douglas, ειδικός πράκτορας και δημιουργός του τμήματος ανάλυσης βίαιων εγκλημάτων του FBI, συνέταξε το προφίλ του Τζακ του Αντεροβγάλτη για λογαριασμό της εταιρίας παραγωγής ταινιών Cosgrove-Meurer.

Στην αναφορά του έγραψε τα εξής: « Αυτός ο δράστης θα φαινόταν συνηθισμένος. Όμως, κατά την διάρκεια των φόνων θα ντυνόταν διαφορετικά από ότι στην καθημερινότητα του. Ήθελε να δίνει στις γυναίκες την εντύπωση ότι είναι πλούσιους και έτσι να απαλλάσσετε από το να κάνει αυτός την πρώτη επαφή.

Μεγάλωσε με μια τυραννική μητέρα και έναν απαθή ή/και απών πατέρα. […] Σαν αποτέλεσμα, δεν είχε συνεχή φροντίδα και ενήλικα πρότυπα. [..] Έγινε αντικοινωνικός, προτιμώντας να μένει μόνος του. Εσωτερικοποίησε τον θυμό του και όταν ήταν νεαρός, εξέφραζε τα καταστροφικά του συναισθήματα βάζοντας φωτιές ή βασανίζοντας μικρά ζώα. […]

Όσων αφορά την εργασία του, θα έψαχνε για μια θέση στην οποία θα μπορούσε να εργάζεται μόνος του και να βιώνει εικονικά τις καταστροφικές φαντασιώσεις του. Σε αυτές περιλαμβάνονται τα επαγγέλματα του χασάπη, του βοηθού νεκροθάφτη, του βοηθού ιατροδικαστή ή του νοσηλευτή. […]

Δεν περιμένουμε αυτού του τύπου δράστη να είναι παντρεμένος. Αν ήταν στο παρελθόν, είχε παντρευτεί κάποια μεγαλύτερη του και ο γάμος δεν κράτησε πολύ. […]

Θα έδεινε την εντύπωση ενός ανθρώπου ήσυχου, μοναχικού, ντροπαλού, ελαφρός αποσυρμένου, υπάκουου, με καθαρή και τακτοποιημένη εμφάνιση. […] Ζούσε ή εργαζόταν στην περιοχή του Whitechapel.[…]

Οι ερευνητές και οι πολίτες είχαν μια προκαθορισμένη εικόνα για τον Τζαν τον Αντεροβγάλτη. Λόγο της πεποίθησης ότι θα ήταν περίεργος ή φρικαλέος στην εμφάνιση, (ο δράστης) αγνοήθηκε και/ή δεν θεωρήθηκε ως πιθανός ύποπτος.»

O Bond– όπως και ο Douglas– δεν πίστευε ότι ο δολοφόνος είναι γιατρός, έτεινε περισσότερο σε έναν χασάπη ή έναν κλέφτη. Ωστόσο, τα κίνητρά του φαίνονταν σαφή: ο δολοφόνος είναι ένας συνηθισμένο, μοναχικό άτομο που υπόκειται σε «κρίσεις δολοφονικής και σεξουαλικής μανίας». Ο ιατροδικαστής είχε μόλις εφεύρει μία από τις χειρότερες μορφές βίας της νεωτερικότητας και έναν από τους επαναλαμβανόμενους εφιάλτες της: τον κατά συρροή δολοφόνο, έναν ψυχοπαθή που οδηγείται από σεξουαλικές ορμές και εμπλέκεται σε ένα διαβολικό παιχνίδι με την αστυνομία και τα μέσα ενημέρωσης.

Ο κατάλογος των πιθανών ενόχων είναι άπειρος. Εκεί αναφέρονται γιατροί όπως ο Thomas Cream, ένας δολοφόνος, ό οποίος όμως βρισκόταν στη φυλακή στις Ηνωμένες Πολιτείες τη περίοδο των γεγονότων, ο Sir William Gull, ο χειρουργός της βασιλικής οικογένειας και ο John Williams, ο γυναικολόγος της πριγκίπισσας Beatrice.

Ύποπτοι ήταν και άλλες προσωπικότητες: ο Aaron Kosminski, ένας Πολωνός Εβραίος που πάσχει από ψυχικές διαταραχές, ο Montague John Druitt, ένας νεαρός άνδρας καλής οικογένειας, αλλά με αμφιλεγόμενη ηθική και το σώμα του οποίου βρέθηκε στον Τάμεση στα τέλη Δεκεμβρίου, ο Michael Ostrog, Ρώσος απατεώνας και κλέφτης με πολλά ψευδώνυμα. Κάποιοι εμπλέκουν ακόμη και τον πρίγκιπα Albert , Δούκας του Κλάρενς και εγγονό της βασίλισσας Βικτώριας. Όλοι φυσικά απαλλάχθηκαν τον κατηγοριών, αλλά η παράνοια είχε εξαπλωθεί σε όλο το Λονδίνο. Η έρευνα διήρκεσε μερικά ακόμη χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων κυκλοφόρησαν οι πιο φανταστικές υποθέσεις (μερικοί μίλησαν ακόμη και για γορίλα που διέφυγε από τον ζωολογικό κήπο), και έκλεισε επίσημα το 1892.

Πώς διεξήχθη η έρευνα.

Σύμφωνα με τον Jean-François Haït, καθηγητή της Σορβόννης και Διευθυντή του Κέντρου Ιστορίας του 19ου αιώνα, « είχαν αναπτυχθεί σημαντικοί πόροι: η αστυνομία της Σκότλαντ Γιάρντ πήρε συνέντευξη από σχεδόν 2.000 μάρτυρες και πραγματοποίησε σχεδόν 80 συλλήψεις. Αλλά δεν είχαν ακόμη τις μεθόδους της ιατροδικαστικής και εγκληματολογικής επιστήμης.[…] Ξαφνικά, και μπροστά στο συναίσθημα του φόβου, ήταν ο Τύπος που πήρε τα ινία στο θέμα.»

Αυτές οι δολοφονίες θεωρήθηκαν πολύ περίπλοκες για το τοπικό αστυνομικό τμήμα (CID) στο Whitechapel, με επικεφαλής τον επιθεωρητή Edmund Reid. Μετά τη δολοφονία της Mary Nichols, η Scotland Yard στέλνει τους επιθεωρητες Frederick George Abberline, Henry Moore και Walter Andrews. Οι τρεις τους υποστηρίζονταν από μια ομάδα κατώτερων αξιωματικών. Μετά τη δολοφονία της Catherine Eddowes, η αστυνομία της πόλης του Λονδίνου (City Police), υπό τις διαταγές του ντετέκτιβ επιθεωρητή James McWilliam, ασχολήθηκε επίσης με το κυνήγι του δολοφόνου. Ο ντετέκτιβ Abberline, 45 ετών, αναλαμβάνει να λύσει αυτό το φρικτό μυστήριο το συντομότερο δυνατό. Όμως οι έρευνες είναι ανεπιτυχείς.

Ο Αντεροβγάλτης ξεγλιστρά και πολύ γρήγορα, οι τρομοκρατημένοι κάτοικοι βρίσκουν τη δράση της αστυνομίας αναποτελεσματική.

Παρόλη την απουσία ουσιαστικών στοιχείων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σύλληψη, η αστυνομία είχε τουλάχιστον κάποιες μαρτυρίες για την εμφάνιση του δράστη. Μάρτυρες είχαν δει την Annie Chapman  με έναν μελαχρινός άνδρα γύρω σαράντα. Φορούσε καφέ κυνηγετικό καπέλο και σκούρο παλτό. Σύμφωνα με την μαρτυρία, έμοιαζε «ξένος». Την νύχτα δε της διπλής δολοφονίας, είχαν δει έναν άνδρα- γύρω στα τριάντα- με το ίδιο ντύσιμο, με μελαχρινά μαλλιά και μουστάκι να μιλάει με τις δύο γυναίκες.

Για περισσότερο από ένα μήνα, ο δολοφόνος των παραγκουπόλεων του Λονδίνου έκανε την ζωή των αστυνομικών δύσκολή. Για την τελευταία δολοφονία, η αστυνομία εργάζεται πολύ σκληρά. Κάθε δρόμος και σοκάκι ερευνήθηκε, κάθε ύποπτος ανακρίθηκε εκτενώς. Κάθε φορά όμως οι έρευνες έπεφταν σε αδιέξοδο. Οι ικανότητες της αστυνομίας αμφισβητούνται από την κοινή γνώμη και τον Τύπο. Μάρτυρες, που ρωτήθηκαν για τον τέταρτο φόνο, περιγράφουν τον ίδιο άνθρωπο.

Στην βικτοριανή εποχή υπήρξε πρόοδος σε πολλές επιστήμες και στην τεχνολογία. Η αστυνομική έρευνα και η εγκληματολογική επιστήμη ήταν ακόμα στα γεννοφάσκια της. Κατά την περίοδο που μελετάμε δεν υπήρχαν τεχνικές όπως οι συλλογή δακτυλικών αποτυπωμάτων, η ανάλυση αίματος και το DNA.

Όμως, το ανθρωποκυνηγητό που εξαπολύθηκε δεν είχε προηγούμενο και πολλές προτάσεις για τον εντοπισμό του έπεσαν στο τραπέζι. Ο Percy Lindley είχε προτείνει να χρησιμοποιηθούν σκυλιά για να εντοπίσουν με την οσμή τον δράστη. Ο Charles Warren απέρριψε αυτή την πρόταση καθώς όπως γράφει « πώς μπορεί να ξέρει [ο σκύλος] ποια είναι τα ίχνη ή ποιο είναι το άρωμα του δολοφόνος ή πώς θα γνωρίζει ότι θέλετε να ακολουθήσετε το συγκεκριμένο ίχνος». Έπειτα έγινε η πρόταση να δοθεί χάρη σε πιθανούς συνεργάτες του Αντεροβγάλτη αν τον παραδώσουν στην αστυνομία. Σε συνέχεια αυτού, η αστυνομία ερωτήθηκε αν θα επικηρύξει με χρηματική αμοιβή τον δολοφόνο, αλλά ο Abberline το απέρριψε καθώς είχε παρατηρηθεί ότι μια τέτοια πρακτική δεν έφερνε τα απαιτούμενα αποτελέσματα.

Η πιο γελοία πρόταση για να παγιδεύσουν τον Αντεροβγάλτη ήταν να ντύσουν γυναίκες μερικούς αστυνομικούς και να τους σκορπίσουν στην περιοχή της δράσης του Τζακ. Μάλιστα η πρόταση συνοδευόταν από οδηγίες για τους αστυνομικούς, κάνοντας σαφές ότι « Οι άντρες θα πρέπει να είναι καλοί ηθοποιοί και να συμπεριφέρονται με τον τρόπο των γυναικών αυτής της τάξης». Επειδή όμως δεν ήταν σκετς των Monty Python, αλλά πραγματική ζωή, η πρόταση δεν υλοποιήθηκε.

Ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης δεν αρκέστηκε στο γεγονός ότι μπορούσε να ξεφεύγει τόσο εύκολα. Ήθελε να κοροϊδέψει την αστυνομία στέλνοντας γράμματα.

Εν μέσω των αντιδράσεων και της αναταραχής του κοινού, πολλές επιστολές ελήφθησαν από την αστυνομία, τον Τύπο και άλλους. Η Scotland Yard θα λάβει πάνω από 300! Μερικοί, ανώνυμοι, κατηγορούν τον εαυτό τους για τη δολοφονία και μόνο τρεις από αυτές θεωρούνται αυθεντικές.

Το « Αγαπημένο Αφεντικό» (Dear Boss), το « Saucy Jacky» και το « Από την κόλαση» (From Hell) δημιούργησε μεγαλύτερη αβεβαιότητα στην ήδη δύσκολή υπόθεση και αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέρουσα χαρακτηριστικά της. Με αυτά ο Αντεροβγάλτης παρουσιάζει τον σαδισμό και την μεγαλομανία του. Σε αυτή την παράξενη ατμόσφαιρα, ο δολοφόνος θριαμβολογεί και χλευάζει τους αστυνομικούς («Ha ha !», «How can they catch me now.», «Catch me when you Can Mishter Lusk»).

Στο πρώτο γράμμα ( Dear Boss) υπογράφει ως Τζακ ο Αντεροβγάλτης και είναι η πρώτη αναφορά με αυτό το ψευδώνυμο.

« Dear Boss, I keep on hearing the police have caught me but they wont fix me just yet. I have laughed when they look so clever and talk about being on the right track. That joke about Leather Apron gave me real fits. […]I gave the lady no time to squeal. How can they catch me now. I love my work and want to start again. […]The next job I do I shall clip the ladys ears off and send to the police officers just for jolly wouldn’t you. Keep this letter back till I do a bit more work, then give it out straight. My knife’s so nice and sharp I want to get to work right away if I get a chance. Good Luck.

Yours truly
Jack the Ripper

Dont mind me giving the trade name

Το γράμμα «από την κόλαση» συνοδεύτηκε από μισό ανθρώπινο νεφρό όταν παραδόθηκε στον George Lusk, πρόεδρο μιας σημαντικής επιτροπής πολιτικής επαγρύπνησης Whitechapel.

Εκεί διαβάζουμε:

« From hell

Mr Lusk
Sor
I send you half the Kidne I took from one women prasarved it for you tother piece I fried and ate it was very nise. I may send you the bloody knif that took it out if you only wate a whil longer.

signed
Catch me when you Can Mishter Lusk ».

«From hell». Στάλθηκε στον George Lusk στις 16 Οκτωβρίου 1888

Κανένα από αυτά τα γράμματα δεν προσέφερε κάποιο επιπλέον στοιχείο. Μέχρι και σήμερα, δεν μπορεί να πει κανείς με απόλυτη σιγουριά ότι οι επιστολές αυτές μπορούν να δώσουν κάποια πληροφορία για την ταυτότητα του δράστη.

Στις αρχές του 1889, ο επιθεωρητής Abberline αποχώρησε για να αναλάβει άλλες υποθέσεις και η έρευνα παραδόθηκε στον επιθεωρητή Henry Moore. Η τελευταία του αναφορά για τους φόνους χρονολογείται το 1896, όταν ελήφθη άλλη μια επιστολή με την υπογραφή «Τζακ ο Αντεροβγάλτης».

Η υπόθεση «πάγωσε» και μπήκε στο αρχείο.

Πίνακας συμβάντων γυναικοκτονιών στην περιοχή του Whitechapel (1888-1891)

Ημερομηνία

Θύμα

Θύμα του Αντεροβγάλτη

Τραύμα

Συμβάν

Τρίτη 7 Αυγούστου 1888 Martha Tabram Ενδεχομένως Ακρωτηριασμός της κοιλιακής χώρας George Yard, Whitechapel
Παρασκευή

31 Αυγούστου 1888

Mary Ann Nichols Ναι Ακρωτηριασμός του λαιμού και της κοιλιακής χώρας Buck’s Row, Whitechapel,
Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 1888 Annie Chapman Ναι Ακρωτηριασμός του λαιμού και της κοιλιακής χώρας. Αφαίρεση μήτρας Rear Yard at 29 Hanbury Street, Spitalfields.
Πέμπτη 27 Σεπτέμβριος 1888 Πρακτορεία ειδήσεων λαμβάνον την επιστολή «Dear Boss»
Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 1888 Elizabeth Stride Ναι Ακρωτηριασμός του λαιμού Yard at side of 40 Berner Street,
St Georges-in-the- East.
Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 1888 Catherine Eddowes Ναι Ακρωτηριασμός του λαιμού και της κοιλιακής χώρας. Αφαίρεση μήτρας και αριστερού νεφρού Mitre Square, Aldgate, City of London.
Τρίτη 2 Οκτωβρίου 1888 Άγνωστος Γυναικείος κορμός Όχι Χωρίς ακρωτηριασμό της κοιλιακής χώρας Clarke’s Yard,
High Street. Poplar.
Possibly strangled by client
Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 1888 Mary Jane Kelly Ναι Ακρωτηριασμός του λαιμού και της κοιλιακής χώρας. Αφαίρεση της καρδίας. Σοβαροί ακρωτηριασμοί σε όλο το υπόλοιπο κορμί 13 Miller’s Court,
26 Dorset Street Spitalfields.
Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 1888 Rose
Mylett
Πιθανώς όχι Χωρίς κάποιο ακρωτηριασμό Clarke’s Yard,
High Street.
Τετάρτη

17 Ιουλίου 1889

Alice McKenzie Πιθανώς όχι ( θεωρείτε από πολλούς ως το τελευταίο θύμα του Αντεροβγάλτη) Ακρωτηριασμός του λαιμού και της κοιλιακής χώρας. Castle Alley, Whitechapel.
Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 1889 Άγνωστος γυναικείος κορμός Ακρωτηριασμός της κοιλιακής χώρας Βρέθηκε κάτω από την σήραγγα του σιδηροδρόμου στην οδό Pinchin, Whitechapel
Παρασκευή

13 Φεβρουαρίου 1891

Frances
Coles
Ακρωτηριασμός του λαιμού και της κοιλιακής χώρας. Κάτω από σιδηροδρομική σήραγγα, Swallow Gardens, Whitechapel

 

Αρθρογράφος: Γιώργος Γρηγοριάδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Scroll to top
Close
Browse Tags